ερημοπολώ

ερημοπολώ
ἐρημοπολῶ, -έω (Μ)
ζω ως ερημίτης ή παριστάνω τον ερημίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος*) + -πολώ (< πέλομαι), πρβλ. ονειρο-πολώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”